- υπέρτατος
- -η, -ο / ὑπέρτατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και τ. ὑπερώτατος και ὕπατος Α(κυριολ. και μτφ.) αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους ή από όλα, ανώτατος, ύψιστος (α. «υπέρτατος κριτής» β. «υπέρτατη τιμή» γ. «ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε», Αριστοφ.δ. «πάντων ὅσ' ἐστὶ κτημάτων ὑπέρτατον», Σοφ.)νεοελλ.φρ. «υπέρτατο ον» — ο θεόςαρχ.(σχετικά με ηλικία) ο μεγαλύτερος από όλους («ὅς ὑπέρτατος Ἀγησιμάχῳ υἱέων γένετο», Πίνδ.).επίρρ...ὑπερτάτως Α1. κατ' εξοχήν2. υπερβολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + κατάλ. -τατος τού υπερθ. βαθμού. Ο τ. ὑπερώτατος έχει προέλθει πιθ. από ένα αμάρτυρο επίθ. *ὕπερος].
Dictionary of Greek. 2013.